περιττωματικός

περιττωματικός
-ή, -ό / περιττωματικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και περισσωματικός, -ή, -όν, ΜΑ [περίττωμα, -ατος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα περιττώματα
αρχ.
(για πρόσ. ή ζώο) αυτός που έχει ή εκκρίνει άφθονα περιττώματα (α. «αἱ γυναίκες περιττωματικαὶ μᾱλλον», Αριστοτ.
β. ([για τον χοίρο] «περισσωματικὸς καὶ παχὺς τήν σάρκα», Ιούλ.).
επίρρ...
περιττωματικῶς και περισσωματικῶς Α
ως περίττωμα, ως έκκριση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • περιττωματικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στα περιττώματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιττωματικός — περισσωματικός , περισσωματικός of the nature of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισσωματικός — ή, όν, Α βλ. περιττωματικός …   Dictionary of Greek

  • περισσωματώδης — και αττ. τ. περιττωματώδης, ῶδες, Μ [περίσσωμα] όμοιος με περίττωμα ή με έκκριση, περιττωματικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”